άκρουστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άκρουστος | η | άκρουστη | το | άκρουστο |
| γενική | του | άκρουστου | της | άκρουστης | του | άκρουστου |
| αιτιατική | τον | άκρουστο | την | άκρουστη | το | άκρουστο |
| κλητική | άκρουστε | άκρουστη | άκρουστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άκρουστοι | οι | άκρουστες | τα | άκρουστα |
| γενική | των | άκρουστων | των | άκρουστων | των | άκρουστων |
| αιτιατική | τους | άκρουστους | τις | άκρουστες | τα | άκρουστα |
| κλητική | άκρουστοι | άκρουστες | άκρουστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.kɾu.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐κρου‐στος
Επίθετο
άκρουστος, -η, -ο
Μεταφράσεις
άκρουστος
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.