άθαφτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άθαφτος η άθαφτη το άθαφτο
      γενική του άθαφτου της άθαφτης του άθαφτου
    αιτιατική τον άθαφτο την άθαφτη το άθαφτο
     κλητική άθαφτε άθαφτη άθαφτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άθαφτοι οι άθαφτες τα άθαφτα
      γενική των άθαφτων των άθαφτων των άθαφτων
    αιτιατική τους άθαφτους τις άθαφτες τα άθαφτα
     κλητική άθαφτοι άθαφτες άθαφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άθαφτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄθαφτος < αρχαία ελληνική ἄθαπτος με τροπή [pt] > [ft][1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.θa.ftos/

Επίθετο

άθαφτος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη θάβω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.