Χασιώτης
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐σιώ‐της
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Χασιώτης | οι | Χασιώτες |
| γενική | του | Χασιώτη | των | Χασιωτών |
| αιτιατική | τον | Χασιώτη | τους | Χασιώτες |
| κλητική | Χασιώτη | Χασιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Χασιώτης αρσενικό (θηλυκό Χασιώτισσα)
Μεταφράσεις
Χασιώτης
|
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Χασιώτης | οι | Χασιώτηδες |
| γενική | του | Χασιώτη* | των | Χασιώτηδων |
| αιτιατική | τον | Χασιώτη | τους | Χασιώτηδες |
| κλητική | Χασιώτη | Χασιώτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Χασιώτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Χασιώτης < πατριδωνυμικό Χασιώτης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Хасиотис
- λατινικοί χαρακτήρες: Chasiotis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.