Χασιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Χασιά | οι | Χασιές |
| γενική | της | Χασιάς | των | Χασιών |
| αιτιατική | τη | Χασιά | τις | Χασιές |
| κλητική | Χασιά | Χασιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Χασιά < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐σιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.