Χαρβάτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Χαρβάτι τα Χαρβάτια
      γενική του Χαρβατίου των Χαρβατίων
    αιτιατική το Χαρβάτι τα Χαρβάτια
     κλητική Χαρβάτι Χαρβάτια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χαρβάτι < μεσαιωνική ελληνική Χορβάτης (Κροάτης)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xaɾˈva.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χαρβάτι

Κύριο όνομα

Χαρβάτι ουδέτερο

  1. οικισμός της Αττικής, πρώην ονομασία της Παλλήνης[2]
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. βουνό της Αιτωλοακαρνανίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δικαίος Βαγιακάκος, Επικαιρότητες: Τα νεοελληνικά επώνυμα, Νέα Εστία, τεύχος 987, τόμος 84, 15 Αυγούστου 1968, σελ. 1102-3
  2. ΦΕΚ Α18/29.01.1905, σελ. 70
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.