Χαρβάτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Χαρβάτι | τα | Χαρβάτια |
| γενική | του | Χαρβατίου | των | Χαρβατίων |
| αιτιατική | το | Χαρβάτι | τα | Χαρβάτια |
| κλητική | Χαρβάτι | Χαρβάτια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Χαρβάτι < μεσαιωνική ελληνική Χορβάτης (Κροάτης)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaɾˈva.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χαρ‐βά‐τι
Κύριο όνομα
Χαρβάτι ουδέτερο
Συγγενικά
-
Χαρβάτι στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Δικαίος Βαγιακάκος, Επικαιρότητες: Τα νεοελληνικά επώνυμα, Νέα Εστία, τεύχος 987, τόμος 84, 15 Αυγούστου 1968, σελ. 1102-3
- ΦΕΚ Α18/29.01.1905, σελ. 70
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.