Χαρβατιώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Χαρβατιώτης οι Χαρβατιώτες
      γενική του Χαρβατιώτη των Χαρβατιωτών
    αιτιατική τον Χαρβατιώτη τους Χαρβατιώτες
     κλητική Χαρβατιώτη Χαρβατιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χαρβατιώτης < Χαρβάτ(ι) + -ιώτης

Προφορά

ΔΦΑ : /xaɾ.vaˈtço.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χαρβατιώτης

Κύριο όνομα

Χαρβατιώτης αρσενικό (θηλυκό Χαρβατιώτισσα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.