Κροάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κροάτης | οι | Κροάτες |
| γενική | του | Κροάτη | των | Κροατών |
| αιτιατική | τον | Κροάτη | τους | Κροάτες |
| κλητική | Κροάτη | Κροάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κροάτης < γαλλική Croate[1] < μεσαιωνική λατινική Croata < πρωτοσλαβική *xorvatъ (Κροάτης)
Κύριο όνομα
Κροάτης αρσενικό (θηλυκό Κροάτισσα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Κροατία ή έχει κροατική υπηκοότητα
Συνώνυμα
- Χαρβάτης (παρωχημένο)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κροατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.