Χαρίσιος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Χαρίσιος < αρχαία ελληνική Χαρίσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Χαρίσιος | οἱ | Χαρίσιοι |
| γενική | τοῦ | Χαρισίου | τῶν | Χαρισίων |
| δοτική | τῷ | Χαρισίῳ | τοῖς | Χαρισίοις |
| αιτιατική | τὸν | Χαρίσιον | τοὺς | Χαρισίους |
| κλητική ὦ! | Χαρίσιε | Χαρίσιοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Χαρισίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Χαρισίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χάρις
Πηγές
- Χαρίσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «χάρη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.