τσικνίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσικνίζω < τσίκνα + -ίζω < μεσαιωνική ελληνική τσίκνα

Ρήμα

τσικνίζω

  1. ψήνω περισσότερο απ’ όσο πρέπει το φαγητό, το «καίω», ώσπου να αναδυθεί τσίκνα
  2. (μεταφορικά) βγαίνω έξω και διασκεδάζω την Τσικνοπέμπτη (ενδεχομένως έχοντας προηγουμένως τσικνίσει το σπιτικό φαγητό)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.