Απόκρεω

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Απόκρεω οι Απόκρεω
      γενική της Απόκρεω των Απόκρεω
    αιτιατική την Απόκρεω τις Απόκρεω
     κλητική Απόκρεω Απόκρεω
όπως «Απόκρεω (ιδιόκλιτο)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Απόκρεω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική  Ἀπόκρεως (ονομασική πτώση), με βάση τη γενική «τῆς Ἀπόκρεω» < ελληνιστική κοινή ἀπόκρεος (με αποχή από το κρέας) με μεταπλασμό κατά τα ἡδύκρεως, πολύκρεως < ἀπό + κρέως < κρέας. [1]. Συγκρίνετε με το Αποκριά και το μεσαιωνικό Ἀποκριά.

Κύριο όνομα

Απόκρεω θηλυκό

  • (λόγιο) Αποκριά
    Μετά την Κυριακή της Απόκρεω σταματάει η κρεοφαγία.
    η εβδομάδα των Απόκρεω
      19ος αιώνας, Γεώργιος Σουρής, εφημερίδα Ο Ρωμηός, τόμος 1, @books.google
    Των ΄Απόκρεω τας νύκτας εν γαλήνη διελθόντες
    και χορεύσαντες με κέφι και με όρεξιν πολλήν
    [μεταγραφή σε μονοτονικό]

Σημειώσεις

Δείτε τι γράφει το 1882 ο αττικιστής φιλόλογος Κωνσταντίνος Σ. Κόντος στο βιβλίο του Γλωσσικαί παρατηρήσεις, σελ.181-182 για τη λέξη Απόκρεω.

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη Αποκριά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.