Τσανακαλιώτης

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡sa.na.kaˈʎo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσανακαλιώτης

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τσανακαλιώτης οι Τσανακαλιώτες
      γενική του Τσανακαλιώτη των Τσανακαλιωτών
    αιτιατική τον Τσανακαλιώτη τους Τσανακαλιώτες
     κλητική Τσανακαλιώτη Τσανακαλιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τσανακαλιώτης < Τσανακκαλιώτης < Τσανάκκαλ(ε) (τουρκικά Çanakkale) + -ιώτης

Κύριο όνομα

Τσανακαλιώτης αρσενικό (θηλυκό Τσανακαλιώτισσα)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τσανακαλιώτης οι Τσανακαλιώτηδες
      γενική του Τσανακαλιώτη* των Τσανακαλιώτηδων
    αιτιατική τον Τσανακαλιώτη τους Τσανακαλιώτηδες
     κλητική Τσανακαλιώτη Τσανακαλιώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Τσανακαλιώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τσανακαλιώτης < πατριδωνυμικό Τσανακαλιώτης

Κύριο όνομα

Τσανακαλιώτης αρσενικό (θηλυκό Τσανακαλιώτη ή Τσανακαλιώτου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.