Τσανάκκαλε

Νέα ελληνικά (el)

Αεροφωτογραφία του Τσανάκκαλε

Ετυμολογία

Τσανάκκαλε < (άμεσο δάνειο) τουρκική Çanakkale

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡saˈna.ka.le/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσανάκκαλε

Κύριο όνομα

Τσανάκκαλε ουδέτερο άκλιτο

  1. πόλη της Τουρκίας
  2. (στενό) ονομασία των ΔαρδανελλίωνΔαρδανέλια), ο αρχαίος Ελλήσποντος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.