Τσάμης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τσάμης οι Τσάμηδες
      γενική του Τσάμη των Τσάμηδων
    αιτιατική τον Τσάμη τους Τσάμηδες
     κλητική Τσάμη Τσάμηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡sa.mis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσάμης

Ετυμολογία 1

Τσάμης < αλβανική Çam

Κύριο όνομα

Τσάμης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Τσάμης < εθνικό Τσάμης

Κύριο όνομα

Τσάμης αρσενικό (θηλυκό Τσάμη)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.