Τσαμουριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Τσαμουριά | οι | Τσαμουριές |
| γενική | της | Τσαμουριάς | των | Τσαμουριών |
| αιτιατική | την | Τσαμουριά | τις | Τσαμουριές |
| κλητική | Τσαμουριά | Τσαμουριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τσαμουριά < Τσάμης + -ουριά (ίσως < αρχαία ελληνική Θύαμις: ποταμός Καλαμάς)
Κύριο όνομα
Τσαμουριά θηλυκό, μόνο στον ενικό
- → δείτε τις λέξεις τσάμι και çam
Μεταφράσεις
Τσαμουριά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.