Τρουπάκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τρουπάκης οι Τρουπάκηδες
      γενική του Τρουπάκη των Τρουπάκηδων
    αιτιατική τον Τρουπάκη τους Τρουπάκηδες
     κλητική Τρουπάκη Τρουπάκηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τρουπάκης < τρούπ(α) + -άκης

Κύριο όνομα

Τρουπάκης αρσενικό

  • ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Τρουπάκη)
      Οι απόγονοι του Παναγιώτη [Παλαιολόγου] είναι γνωστοί με το επώνυμο Τρουπάκης. Όπως εξηγείται στα βιβλία, ονομάστηκαν έτσι γιατί κρυβόντουσαν απ' τις ενέδρες, μπαίνοντας μέσα σε μια τρύπα —ή τρούπα σύμφωνα με τη διάλεκτο— ή γιατί αυτοί οι σκοτεινοί Παλαιολόγοι, απ' τον Μυστρά, κρυβόντουσαν, κυνηγημένοι απ' τους Τούρκους, σε απόμακρες σπηλιές όπου ζούσανε, για χρόνια, σαν τρωγλοδύτες
    Πάτρικ Λη Φέρμορ, Μάνη, μετάφραση από τα αγγλικά: Τζαννής Τζαννετάκης (Αθήνα: Κέδρος, 2007 [α΄ έκδ. 1972], ISBN 978-960-04-0864-5), σ. 63.

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.