Μυστράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μυστράς | οι | Μυστράδες |
| γενική | του | Μυστρά | των | Μυστράδων |
| αιτιατική | τον | Μυστρά | τους | Μυστράδες |
| κλητική | Μυστρά | Μυστράδες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μυστράς < μεσαιωνική ελληνική Μυστρᾶς[1] / Μιστρᾶς / Μυζηθρᾶς[1] (στο Χρονικόν του Μορέως) < μυζήθρα[1] («προφανώς από το σχήμα τού ομώνυμου βουνού»[1]) / μουζήθρα[2] < *ζυμήθρα[3] (με αντιμετάθεση των δύο πρώτων συμφώνων[3]) < ζύμη + -ήθρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈstras/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μυ‐στράς
Κύριο όνομα
Μυστράς αρσενικό
- (ιστορική περιοχή) πόλη της Λακωνίας που υπήρξε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μυστρά τον 14ο και 15ο αιώνα
- ↪ Τον Μυστρά τον τείχισαν και τον έχτισαν οι Βιλλαρδουίνοι μετά την 4η σταυροφορία. Γρήγορα όμως πέρασε στα χέρια των Βυζαντινών. Εκεί, στις τελευταίες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, άνθησαν οι τέχνες και τα γράμματα. Εκεί έζησε ο πλατωνιστής Γεώργιος Γεμιστός.
-
Μυστράς στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- μουζήθρα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μυζήθρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.