Μυστράς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μυστράς οι Μυστράδες
      γενική του Μυστρά των Μυστράδων
    αιτιατική τον Μυστρά τους Μυστράδες
     κλητική Μυστρά Μυστράδες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μυστράς < μεσαιωνική ελληνική Μυστρᾶς[1] / Μιστρᾶς / Μυζηθρᾶς[1] (στο Χρονικόν του Μορέως) < μυζήθρα[1] («προφανώς από το σχήμα τού ομώνυμου βουνού»[1]) / μουζήθρα[2] < *ζυμήθρα[3] (με αντιμετάθεση των δύο πρώτων συμφώνων[3]) < ζύμη + -ήθρα

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈstras/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μυστράς

Κύριο όνομα

Μυστράς αρσενικό

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. μουζήθρα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  3. μυζήθρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.