Τηλέμαχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τηλέμαχος οι Τηλέμαχοι
      γενική του Τηλέμαχου
& Τηλεμάχου
των Τηλέμαχων
& Τηλεμάχων
    αιτιατική τον Τηλέμαχο τους Τηλέμαχους
& Τηλεμάχους
     κλητική Τηλέμαχε Τηλέμαχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τηλέμαχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Τηλέμαχος

Προφορά

ΔΦΑ : /tiˈle.ma.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τηλέμαχος

Κύριο όνομα

Τηλέμαχος αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Τηλέμαχος < τηλέμαχος < τηλε- + -μαχος

Κύριο όνομα

Τηλέμαχος αρσενικό

Παράγωγα

  • Τηλεμάχεια

Σημειώσεις

  • αναφέρεται στην Οδύσσεια (α-90), έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις πρώτες τέσσερις ραψωδίες (α-δ). Κατά τον Ευστάθιο το όνομά του έλαβε από το γεγονός ότι ο πατέρας του μαχόταν μακριά, στην Τροία και όχι ότι ο ίδιος τηλεμαχόταν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.