Τερζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τερζής | οι | Τερζήδες |
| γενική | του | Τερζή | των | Τερζήδων |
| αιτιατική | τον | Τερζή | τους | Τερζήδες |
| κλητική | Τερζή | Τερζήδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τερζής < επάγγελμα τερζής, προέλευσης από την οθωμανική τουρκική
Προφορά
- ΔΦΑ : /teɾˈzis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τερ‐ζής
- Τερτζής (παρωχημένη)
Συγγενικά
- Τερζάκης
- Τερζανίδης
- Τερζιάδης
- Τερζίδης
- Τερζιγιάννης
- Τερζιγιάνογλου
- Τερζιδάκης
- Τερζίμπασης
- Τερζιμπάσογλου
- Τερζιώτης
- Τερζόγλου
- Τερζόπουλος
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.