Τερζιδάκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τερζιδάκης | οι | Τερζιδάκηδες |
| γενική | του | Τερζιδάκη | των | Τερζιδάκηδων |
| αιτιατική | τον | Τερζιδάκη | τους | Τερζιδάκηδες |
| κλητική | Τερζιδάκη | Τερζιδάκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.