Ράπτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ράπτης | οι | Ράπτηδες |
| γενική | του | Ράπτη | των | Ράπτηδων |
| αιτιατική | τον | Ράπτη | τους | Ράπτηδες |
| κλητική | Ράπτη | Ράπτηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾa.ptis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρά‐πτης
Συγγενικά
- Ραπταίοι (τοπωνύμιο)
επώνυμα:
- Ραπτάκης
- Ραφθάκης (παρωχημένο)
- Ραφτάκης
- Ραπτάρχης
- Ραπτέλλης
- Ραπτίδης
- Ραπτόγλου
- Ραπτόπουλος
- Ραφτόπουλος
- Ραυτόπουλος
- Ραψομανίκης
- → δείτε και Τερζής
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Раптис
- λατινικοί χαρακτήρες: Raptis
Αναφορές
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1938), Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου, σελ. 111.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.