Ράπτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ράπτης οι Ράπτηδες
      γενική του Ράπτη των Ράπτηδων
    αιτιατική τον Ράπτη τους Ράπτηδες
     κλητική Ράπτη Ράπτηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ράπτης < από επάγγελμα ράφτης, φωνητικός «καθαρισμός» - εξαρχαϊσμός του Ράφτης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾa.ptis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ράπτης

Κύριο όνομα

Ράπτης αρσενικό (θηλυκό Ράπτη)

Συγγενικά

επώνυμα:

 δείτε και Τερζής

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1938), Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου, σελ. 111.

Πηγές

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.