Τερτζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τερτζής οι Τερτζήδες
      γενική του Τερτζή των Τερτζήδων
    αιτιατική τον Τερτζή τους Τερτζήδες
     κλητική Τερτζή Τερτζήδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

Τερτζής < επάγγελμα τερζής, προέλευσης από την οθωμανική τουρκική

Κύριο όνομα

Τερτζής αρσενικό (θηλυκό Τερτζή)

Μεταγραφές

Ετυμολογία 2

Τερτζής < επώνυμο Τερζής, με [rz] > [rtz]

Ανορθογραφία

Τερτζής αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.