Σταμπουλής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σταμπουλής | οι | Σταμπουλήδες |
| γενική | του | Σταμπουλή | των | Σταμπουλήδων |
| αιτιατική | τον | Σταμπουλή | τους | Σταμπουλήδες |
| κλητική | Σταμπουλή | Σταμπουλήδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σταμπουλής < τόπος Σταμπούλ (< τουρκική İstanbul) + -ής· κυριολεκτικά: Κωνσταντινουπολίτης, Πολίτης[1]
- Συγγενή επώνυμα: αγγλικά Istanbouli, αραβικά اسطنبولي, αρμενικά Իստամբուլյան (Istambulyan), βουλγαρικά Стамболийски (Stambolijski), γεωργιανά სტამბოლიანი (sṭamboliani), ιταλικά Istanboulli, τουρκικά İstanbullu
Συγγενικά
- Σταμπολής
- Σταμπόλης
- Σταμπούλης (σπάνιο ή παρατονισμός)
- Σταμπουλός
- Σταμπουλού (σπάνιο)
- Σταμπολίδης
- Σταμπουλίδης
- Σταμπούλογλου
- Σταμπουλόπουλος
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Стампулис
- λατινικοί χαρακτήρες: Stampoulis
Αναφορές
- Βλ. Ιωάννης Α. Παπαδριανός, Οι Έλληνες πάροικοι του Σεμλίνου (18ος-19ος αι.): διαμόρφωση της παροικίας, δημογραφικά στοιχεία, διοικητικό σύστημα, πνευματική και πολιτιστική δραστηριότητα (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Mελετών Xερσονήσου του Aίμου, 1988), σ. 36.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.