Σταμπουλόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σταμπουλόπουλος | οι | Σταμπουλόπουλοι & Σταμπουλοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Σταμπουλόπουλου & Σταμπουλοπούλου |
των | Σταμπουλόπουλων2 & Σταμπουλοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Σταμπουλόπουλο | τους | Σταμπουλόπουλους3 & Σταμπουλοπουλαίους |
| κλητική | Σταμπουλόπουλε | Σταμπουλόπουλοι & Σταμπουλοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Σταμπουλοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Σταμπουλοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σταμπουλόπουλος < Σταμπουλ(ής) (κ.τ.π.) + -όπουλος
Σημειώσεις
- επώνυμο αντίστοιχο του Πολιτόπουλος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Stampoulopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.