Σπετσοπούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σπετσοπούλα | οι | Σπετσοπούλες |
| γενική | της | Σπετσοπούλας | — | |
| αιτιατική | τη | Σπετσοπούλα | τις | Σπετσοπούλες |
| κλητική | Σπετσοπούλα | Σπετσοπούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /spe.t͡soˈpu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπε‐τσο‐πού‐λα
Κύριο όνομα
Σπετσοπούλα θηλυκό
- ιδιωτική νησίδα απέναντι στη νότια, νοτιοανατολική ακτή των Σπετσών
- ※ Εἰς τὴν νησίδα «Σπετσοπούλα», ὑπάρχει πολυάριθμος ἐκτροφὴ πτηνῶν κυνηγίου, ἡ ὁποία περιλαμβάνει μεταξὺ τῶν ἄλλων, φασιανοὺς καί πέρδικας.
- Π. Καρβουνιάρης, Μ. Βασάλος, Α. Τσαγκλής, Συμβολή εις την μελέτην των ελμινθιάσεων των πτηνών εν Ελλάδι, Δελτίον της Ελληνικής Κτηνιατρικής Εταιρείας, 16 (2), 1965, 170-181.
- ※ Εἰς τὴν νησίδα «Σπετσοπούλα», ὑπάρχει πολυάριθμος ἐκτροφὴ πτηνῶν κυνηγίου, ἡ ὁποία περιλαμβάνει μεταξὺ τῶν ἄλλων, φασιανοὺς καί πέρδικας.
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.