Σπετσοπούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σπετσοπούλα οι Σπετσοπούλες
      γενική της Σπετσοπούλας
    αιτιατική τη Σπετσοπούλα τις Σπετσοπούλες
     κλητική Σπετσοπούλα Σπετσοπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σπετσοπούλα < Σπέτσ(ες) + -οπούλα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /spe.t͡soˈpu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπετσοπούλα

Κύριο όνομα

Σπετσοπούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.