Τιπάρηνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Τιπάρηνος | ||
| γενική | της | Τιπαρήνου | ||
| αιτιατική | την | Τιπάρηνο | ||
| κλητική | Τιπάρηνε | |||
| Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τιπάρηνος < (καθαρεύουσα) Τιπάρηνος < λατινική Tiparenos
Προφορά
- ΔΦΑ : /tiˈpa.ɾi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τι‐πά‐ρη‐νος
Κύριο όνομα
Τιπάρηνος θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιστορία, παρωχημένο) ονομασία που δόθηκε στις Σπέτσες το 1833,[1] με απαίτηση της Αντιβασιλείας του Όθωνα, στη βάση της πολιτικής εξαρχαϊσμού τοπωνυμίων[2] και της λανθασμένης αντίληψης ότι το νησί που ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (1ος αι.) κατονόμαζε (στα λατινικά) ως Tiparenos (η Ύδρα) ήταν οι Σπέτσες
Αναφορές
- Βλ. ΦΕΚ 12 Α, 6 Απριλίου 1833.
- Βλ. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1938), Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου, σελ. 99.
Πηγές
- Διομήδης Κυριακός, «Περί της αρχαίας ονομασίας της νήσου Πέτσας», Πανδώρα 361 (1 Απριλίου 1865), σσ. 477-482.
- Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος, Περί της νήσου Πέτσας ή Σπετσών (Πειραιάς: Εκ του τυπογραφείου της Συγκλήτου, 1877), σσ. 3-6.
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.