Μστισλάβ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Μστισλάβ < μεταγραφή για τη ρωσική Мстислав < мстить (εκδικούμαι) + слава (δόξα)
- Σλάβα (χαϊδευτικό)
-
Μστισλάβ Ροστροπόβιτς στη Βικιπαίδεια
- βιολοντσελίστας
Μεταφράσεις
Μστισλάβ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.