Γιουγκοσλάβα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Γιουγκοσλάβα | οι | Γιουγκοσλάβες |
| γενική | της | Γιουγκοσλάβας | — | |
| αιτιατική | τη | Γιουγκοσλάβα | τις | Γιουγκοσλάβες |
| κλητική | Γιουγκοσλάβα | Γιουγκοσλάβες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γιουγκοσλάβα < Γιουγκοσλάβ(ος) + -α
Συγγενικά
- Γιουγκοσλάβος
- Γιουγκοσλαβία
- → και δείτε τη λέξη Σλάβος
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γιουγκοσλάβος
Γιουγκοσλάβα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.