Σκοπιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σκοπιανός | οι | Σκοπιανοί |
| γενική | του | Σκοπιανού | των | Σκοπιανών |
| αιτιατική | τον | Σκοπιανό | τους | Σκοπιανούς |
| κλητική | Σκοπιανέ | Σκοπιανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sko.pçaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκο‐πια‐νός
Κύριο όνομα
Σκοπιανός αρσενικό (θηλυκό Σκοπιανή)
- (εθνικό όνομα, μειωτικό) ο Βορειομακεδόνας, Σλαβομακεδόνας, ο πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας απαξιωτικά
- (πατριδωνυμικό) που κατοικεί στα Σκόπια, την πρωτεύουσα της Βόρειας Μακεδονίας, ή κατάγεται από εκεί
Συγγενικά
- σκοπιανός, σκοπιανή, σκοπιανό (επίθετο)
- → και δείτε τη λέξη Σκόπια
Μεταφράσεις
Σκοπιανός
|
|
Κύριο όνομα
Σκοπιανός αρσενικό (θηλυκό Σκοπιανή)
- (πατριδωνυμικό) που είναι κάτοικος ή κατάγεται από πόλη που ονομάζεται Σκοπός, όπως η κωμόπολη Νέος Σκοπός των Σερρών ή οΣκοπό της Ανατολικής Θράκης (το σημερινό Üsküp της επαρχίας Κιρκλάρελι στην Τουρκία)
- ※ ’Στον παλιό Σκοπό είχαν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια κι έκαναν πολλά πανηγύρια. Οι Σκοπιανοί φίλοι του Διονύσου, ζηωροί και εύθυμοι με πολύ κέφι γλεντούσαν ’ς τα πανηγύρια τους
- Δ.Α. Πετρόπουλος, «Λαογραφικά Σκοπού Ανατ. Θράκης», Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού Γλωσσικού Θησαυρού Ε΄ (1938-39), σ. 160.
- ※ [ως επίθετο: σκοπιανός Η προγονική ρίζα των γονιών μου ήταν απ’ τις διακεκριμένες οικογένειες του χωριού μας, ο Σκοπός της Ανατολικής Θράκης. […] Ήταν ένα όμορφο χωριό, που διακρίνονταν οι κάτοικοί του για την εργατικότητα, τιμιότητα και την εθνική και πολιτιστική των δραστηριότητα. Όλα αυτά τα έμαθα τώρα τελευταία, στις δέκα του Οκτώβρη στα 1976, απ' τον Σκοπιανό δάσκαλο του χωριού Νέος Σκοπός του νομού Σερρών
- Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες. Αθήνα: Εξάντας, 1983. Ψηφιακή βιβλιοθήκη του Σπουδαστηρίου Nέου Eλληνισμού· πρόσβαση: 2020-12-16.
- ※ ’Στον παλιό Σκοπό είχαν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια κι έκαναν πολλά πανηγύρια. Οι Σκοπιανοί φίλοι του Διονύσου, ζηωροί και εύθυμοι με πολύ κέφι γλεντούσαν ’ς τα πανηγύρια τους
Μεταφράσεις
Σκοπιανός
|
|
Πηγές
- Σκοπιανός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.