Σκοπός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σκοπός | οι | Σκοποί |
| γενική | του | Σκοπού | των | Σκοπών |
| αιτιατική | τον | Σκοπό | τους | Σκοπούς |
| κλητική | Σκοπέ | Σκοποί | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σκοπός < σκοπός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; λείπει η χρονολόγηση των τοπωνυμίων
Κύριο όνομα
Σκοπός αρσενικό
- οικισμός της Τουρκίας, στην Ανατολική Θράκη, το σημερινό Üsküp της επαρχίας Κιρκλάρελι
- → δείτε και το τοπωνύμιο Νέος Σκοπός
- βουνό του Ισραήλ, στην Ιερουσαλήμ
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Σκοπού)
Μεταφράσεις
Σκοπός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.