Σκοπός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σκοπός οι Σκοποί
      γενική του Σκοπού των Σκοπών
    αιτιατική τον Σκοπό τους Σκοπούς
     κλητική Σκοπέ Σκοποί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σκοπός < σκοπός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   λείπει η χρονολόγηση των τοπωνυμίων

Κύριο όνομα

Σκοπός αρσενικό

  1. οικισμός της Τουρκίας, στην Ανατολική Θράκη, το σημερινό Üsküp της επαρχίας Κιρκλάρελι
     δείτε και το τοπωνύμιο Νέος Σκοπός
  2. βουνό του Ισραήλ, στην Ιερουσαλήμ
  3. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Σκοπού)

Μεταγραφές

επώνυμο:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.