απαξιωτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απαξιωτικά < απαξιωτικός
Επίρρημα
απαξιωτικά
- με τρόπο που απαξιώνει, που θέλει να προκαλέσει την απώλεια του σεβασμού για κάτι, περιφρονητικά
- μιλούσε απαξιωτικά για τους πολιτικούς του αντιπάλους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.