Σκόπια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Σκόπια
      γενική των Σκοπίων
    αιτιατική τα Σκόπια
     κλητική Σκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σκόπια < σλαβομακεδονικά Скопје

Κύριο όνομα

Σκόπια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. η πρωτεύουσα της Βόρειας Μακεδονίας
  2. (μειωτικό ή στην καθομιλουμένη) το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.