Σκόπια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Σκόπια | ||
| γενική | των | Σκοπίων | ||
| αιτιατική | τα | Σκόπια | ||
| κλητική | Σκόπια | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σκόπια < σλαβομακεδονικά Скопје
Κύριο όνομα
Σκόπια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η πρωτεύουσα της Βόρειας Μακεδονίας
- (μειωτικό ή στην καθομιλουμένη) το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας
Συγγενικά
-
Σκόπια στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.