Σαμοθράκη
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.moˈθɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐μο‐θρά‐κη
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σαμοθράκη | ||
| γενική | της | Σαμοθράκης | ||
| αιτιατική | τη | Σαμοθράκη | ||
| κλητική | Σαμοθράκη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η θέση της Σαμοθράκης στον χάρτη
- Σαμοθράκη < αρχαία ελληνική Σαμοθρᾴκη < Σάμος (υψηλός) + Θρακία (Θράκη)[1]
Κύριο όνομα
Σαμοθράκη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- νησί της Ελλάδας στο βορειοανατολικό Αιγαίο
- ※ Το νότιο τμήμα της Σαμοθράκης, δηλαδή η ακτογραμμή ανάμεσα στις παραλίες Παχιά Άμμος και Κήποι, σμιλεύεται από τους αέρηδες και την αγριάδα της θάλασσας.
- Παπαδημητρίου, Γιάννης (28 Σεπτεμβρίου 2022), Η άγρια ομορφιά της Σαμοθράκης, Η Καθημερινή
- ※ Το νότιο τμήμα της Σαμοθράκης, δηλαδή η ακτογραμμή ανάμεσα στις παραλίες Παχιά Άμμος και Κήποι, σμιλεύεται από τους αέρηδες και την αγριάδα της θάλασσας.
Συγγενικά
- Σαμοθράκης (επώνυμο)
- Σαμοθρακίτης, Σαμοθρακίτισσα
- σαμοθρακίτικος
- Σαμοθρακιώτης, Σαμοθρακιώτισσα
-
Σαμοθράκη στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Σαμοθράκη
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Ετυμολογία 2
- Σαμοθράκη < γενική ενικού του αρσενικού Σαμοθράκης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Самотраки
- λατινικοί χαρακτήρες: Samothraki
Ετυμολογία 3
- Σαμοθράκη : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Σαμοθράκη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Σαμοθράκης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.