Σάμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Σάμος
      γενική της Σάμου
    αιτιατική τη Σάμο
     κλητική Σάμε
(Σάμο)
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σάμος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsa.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σάμος

Κύριο όνομα

Σάμος θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.