Ραυτόπουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ραυτόπουλος οι Ραυτόπουλοι
& Ραυτοπουλαίοι1
      γενική του Ραυτόπουλου
& Ραυτοπούλου
των Ραυτόπουλων2
& Ραυτοπουλαίων
    αιτιατική τον Ραυτόπουλο τους Ραυτόπουλους3
& Ραυτοπουλαίους
     κλητική Ραυτόπουλε Ραυτόπουλοι
& Ραυτοπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ραυτοπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ραυτοπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ραυτόπουλος < ορθογραφικός εξαρχαϊσμός του Ραφτόπουλος,[1] με αντικατάσταση του αφ με αυ, ως πιο λόγια, «καθαρή» εκδοχή.

Προφορά

ΔΦΑ : /raˈfto.pu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ραυτόπουλος

Κύριο όνομα

Ραυτόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ραυτοπούλου)

Συγγενικά

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Βλ. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1938), Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου, σελ. 111.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.