Πλυντήρια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Πλυντήρι
      γενική τῶν Πλυντηρίων
      δοτική τοῖς Πλυντηρίοις
    αιτιατική τὰ Πλυντήρι
     κλητική ! Πλυντήρι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πλυντήρια < πλυντήριος < πλύνω

Κύριο όνομα

Πλυντήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.