Πλυντήρια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | τὰ | Πλυντήριᾰ |
| γενική | τῶν | Πλυντηρίων |
| δοτική | τοῖς | Πλυντηρίοις |
| αιτιατική | τὰ | Πλυντήριᾰ |
| κλητική ὦ! | Πλυντήριᾰ | |
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Ετυμολογία
- Πλυντήρια < πλυντήριος < πλύνω
Κύριο όνομα
Πλυντήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) μυστηριακή αθηναϊκή εορτή που εορταζόταν στις 25 του μήνα Θαργηλιώνα, στη διάρκεια της οποίας γινόταν τελετουργική κάθαρση του ξοάνου ή του πέπλου της θεάς Αθηνάς
- ἐπεὶ δὲ ἑώρα ἑαυτῷ εὔνουν οὖσαν καὶ στρατηγὸν αὑτὸν ᾑρημένον καὶ ἰδίᾳ μεταπεμπομένους τοὺς ἐπιτηδείους, κατέπλευσεν εἰς τὸν Πειραιᾶ ἡμέρᾳ ᾗ Πλυντήρια ἦγεν ἡ πόλις, τοῦ ἕδους κατακεκαλυμμένου τῆς Ἀθηνᾶς, ὅ τινες οἰωνίζοντο ἀνεπιτήδειον εἶναι καὶ αὐτῷ καὶ τῇ πόλει. (Ξενοφών, Ελληνικά, 1, 4, 12)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.