Πλάτανος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Πλάτανος < πλάτανος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpla.ta.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πλά‐τα‐νος
Κύριο όνομα 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πλάτανος | οι | Πλάτανοι |
| γενική | του | Πλάτανου | των | Πλάτανων |
| αιτιατική | τον | Πλάτανο | τους | Πλάτανους |
| κλητική | Πλάτανο | Πλάτανοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πλάτανος αρσενικό (θηλυκό Πλάτανου)
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Платанос
- λατινικοί χαρακτήρες: Platanos
Κύριο όνομα 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πλάτανος | οι | Πλάτανοι |
| γενική | του | Πλάτανου | των | Πλάτανων |
| αιτιατική | τον | Πλάτανο | τους | Πλάτανους |
| κλητική | Πλάτανε | Πλάτανοι | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πλάτανος αρσενικό
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Πλάτανος | οἱ | Πλάτανοι |
| γενική | τοῦ | Πλατάνου | τῶν | Πλατάνων |
| δοτική | τῷ | Πλατάνῳ | τοῖς | Πλατάνοις |
| αιτιατική | τὸν | Πλάτανον | τοὺς | Πλατάνους |
| κλητική ὦ! | Πλάτανε | Πλάτανοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πλατάνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Πλατάνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πλάτανος < πλάτανος
Αναφορές
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 1997 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.A: The Peloponnese. Western Greece. Sicily. Magna Graecia, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.