Πασσάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πασσάς | οι | Πασσάδες |
| γενική | του | Πασσά | των | Πασσάδων |
| αιτιατική | τον | Πασσά | τους | Πασσάδες |
| κλητική | Πασσά | Πασσάδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς - κλίση: ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πασσάς < πασσάς / πασάς
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈsas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πασ‐σάς
Κύριο όνομα
Πασσάς αρσενικό
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Passas
Αναφορές
- ΦΕΚ 188 Α, 19 Αυγούστου 1954
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.