Πασσάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πασσάς οι Πασσάδες
      γενική του Πασσά των Πασσάδων
    αιτιατική τον Πασσά τους Πασσάδες
     κλητική Πασσά Πασσάδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς - κλίση: ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πασσάς < πασσάς / πασάς

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈsas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πασσάς

Κύριο όνομα

Πασσάς αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Πασσά)
  2. οικισμός της Ελλάδας, πρώην ονομασία του Αγίου Κωνσταντίνου Τροιζηνίας[1]

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. ΦΕΚ 188 Α, 19 Αυγούστου 1954
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.