Πάρθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πάρθος οι Πάρθοι
      γενική του Πάρθου των Πάρθων
    αιτιατική τον Πάρθο τους Πάρθους
     κλητική Πάρθε Πάρθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πάρθος < αρχαία ελληνική Πάρθος < αρχαία περσική 𐎱𐎼𐎰𐎺 (p-r-θ-v /Parθavaʰ/, Παρθία)

Κύριο όνομα

Πάρθος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Πάρθος < αρχαία περσική 𐎱𐎼𐎰𐎺 (p-r-θ-v /Parθavaʰ/, Παρθία)

Κύριο όνομα

Πάρθος αρσενικό

  1. κάτοικος της αρχαίας Παρθίας
  2. ανδρικό όνομα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.