πάρθιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πάρθιος | η | πάρθια | το | πάρθιο |
| γενική | του | πάρθιου | της | πάρθιας | του | πάρθιου |
| αιτιατική | τον | πάρθιο | την | πάρθια | το | πάρθιο |
| κλητική | πάρθιε | πάρθια | πάρθιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πάρθιοι | οι | πάρθιες | τα | πάρθια |
| γενική | των | πάρθιων | των | πάρθιων | των | πάρθιων |
| αιτιατική | τους | πάρθιους | τις | πάρθιες | τα | πάρθια |
| κλητική | πάρθιοι | πάρθιες | πάρθια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πάρθιος < αρχαία ελληνική Πάρθιος < Πάρθος
Εκφράσεις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Πάρθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.