Πάντος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πάντος οι Πάντοι
      γενική του Πάντου των Πάντων
    αιτιατική τον Πάντο τους Πάντους
     κλητική Πάντο Πάντοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πάντος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpan.dos/
ομόηχο: πάντως
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πάντος

Κύριο όνομα

Πάντος αρσενικό (θηλυκό Πάντου)

Συγγενικά

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.