Πάντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πάντος | οι | Πάντοι |
| γενική | του | Πάντου | των | Πάντων |
| αιτιατική | τον | Πάντο | τους | Πάντους |
| κλητική | Πάντο | Πάντοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πάντος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpan.dos/
- ομόηχο: πάντως
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πά‐ντος
-
Αλέξανδρος Πάντος στη Βικιπαίδεια
(1887-1930), νομικός και ευεργέτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Pantos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.