Οινόη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Οινόη οι Οινόες
      γενική της Οινόης των Οινοών
    αιτιατική την Οινόη τις Οινόες
     κλητική Οινόη Οινόες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Οινόη < αρχαία ελληνική Οἰνόη

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈno.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Οινόη

Κύριο όνομα

Οινόη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. ονομασία αρχαίων πόλεων της Ελλάδας
  4. ονομασία δήμων της αρχαίας Αθήνας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.