Οἰνόη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Οἰνόη αἱ Οἰνόαι
      γενική τῆς Οἰνόης τῶν Οἰνοῶν
      δοτική τῇ Οἰνό ταῖς Οἰνόαις
    αιτιατική τὴν Οἰνόην τὰς Οἰνόᾱς
     κλητική ! Οἰνόη Οἰνόαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Οἰνό
γεν-δοτ τοῖν  Οἰνόαιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Οἰνόη < οἶνος

Κύριο όνομα

Οἰνόη θηλυκό

  1. ονομασία πόλεων της Ελλάδας
  2. ονομασία δύο δήμων των Αθηνών
    1. κοντά στον Μαραθώνα, αρχικά της Αἰαντίδος φυλής
    2. κοντά στην Ελευσίνα, αρχικά της Ἱπποθοντίδος φυλής

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.