Μπετζέχρω

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μπετζέχρω οι Μπετζέχρες
      γενική της Μπετζέχρως των Μπετζέχρων
    αιτιατική την Μπετζέχρω τις Μπετζέχρες
     κλητική Μπετζέχρω Μπετζέχρες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μπετζέχρω < πεντζέχρι / παντζέχρι + < τουρκική panzehir < περσική پادزهر (pâdzahr) < پاد ‎(pâd-: προστασία) + زهر ‎(zahr: δηλητήριο, φαρμάκι)

Κύριο όνομα

Μπετζέχρω θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.