Μασσαλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μασσαλία οι Μασσαλίες
      γενική της Μασσαλίας των Μασσαλιών
    αιτιατική τη Μασσαλία τις Μασσαλίες
     κλητική Μασσαλία Μασσαλίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μασσαλία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Μασσαλία

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.saˈli.a/

Κύριο όνομα

Μασσαλία θηλυκό

  • Μαρσίλια (λαϊκότροπο)

Συγγενικά

  • Μασσαλιώτης
  • Μασσαλιώτιδα
  • μασσαλιώτικος
  • Μαρσεγιέζος

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Μασσαλία < άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν φοινικικής προέλευσης[1]

Κύριο όνομα

Μασσαλία θηλυκό

Συγγενικά

  • Μασσαλιῶται
  • Μασσαλιωτικός

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.