Μανώλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μανώλης | οι | Μανώληδες |
| γενική | του | Μανώλη | των | Μανώληδων |
| αιτιατική | τον | Μανώλη | τους | Μανώληδες |
| κλητική | Μανώλη | Μανώληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μανώλης < Εμμανουήλ → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
Μανώλης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.