Μανόλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μανόλης οι Μανόληδες
      γενική του Μανόλη των Μανόληδων
    αιτιατική τον Μανόλη τους Μανόληδες
     κλητική Μανόλη Μανόληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μανόλης < Εμμανουήλ

Κύριο όνομα

Μανόλης αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.