Εμμανουήλ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ma.nuˈil/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Εμ‐μα‐νου‐ήλ
Συγγενικά
- Εμμανουέλα
- Μανολάκης / Μανωλάκης
- Μανόλης / Μανώλης
- Μανολιός / Μανωλιός
- Μάνος
- Μανούσος
- Χατζηεμμανουήλ
- → δείτε και τη λέξη Μανώλης
Μεταφράσεις
Μεταγραφές
Αναφορές
- «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ θεός.» (Κατὰ Ματθαίον Εὐαγγέλιον, 1, 23)
- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.