Μανωλάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μανωλάκος | οι | Μανωλάκοι |
| γενική | του | Μανωλάκου | των | Μανωλάκων |
| αιτιατική | τον | Μανωλάκο | τους | Μανωλάκους |
| κλητική | Μανωλάκο | Μανωλάκοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.noˈla.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐νω‐λά‐κος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Manolakos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.