Μανωλακόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μανωλακόπουλος | οι | Μανωλακόπουλοι & Μανωλακοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Μανωλακόπουλου & Μανωλακοπούλου |
των | Μανωλακόπουλων2 & Μανωλακοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Μανωλακόπουλο | τους | Μανωλακόπουλους3 & Μανωλακοπουλαίους |
| κλητική | Μανωλακόπουλε | Μανωλακόπουλοι & Μανωλακοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Μανωλακοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Μανωλακοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μανωλακόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Manolakopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.