Κόρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κόρα | οι | Κόρες |
| γενική | της | Κόρας | — | |
| αιτιατική | την | Κόρα | τις | Κόρες |
| κλητική | Κόρα | Κόρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
Κύριο όνομα
Κόρα θηλυκό
Σημειώσεις
- ενδέχεται να υπάρχει και ως υποκοριστικό του ονόματος Κοραλία
-
Κόρα Καρβούνη στη Βικιπαίδεια
(γενν. 1980), Ελληνίδα ηθοποιός
Ετυμολογία 2
- Κόρα < γενική ενικού του αρσενικού επωνύμου Κόρας
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.