Κόρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κόρα οι Κόρες
      γενική της Κόρας
    αιτιατική την Κόρα τις Κόρες
     κλητική Κόρα Κόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

Κόρα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Cora ή γερμανική Cora (αποδίδεται στο αρχαιοελληνικό Κόρη και συσχετίζεται με την Περσεφόνη)

Κύριο όνομα

Κόρα θηλυκό

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Κόρα < γενική ενικού του αρσενικού επωνύμου Κόρας

Κύριο όνομα

Κόρα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Κόρα αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.